- συμβολοκόπος
- συμβολοκόπ-ος (parox.), ον, ([etym.] κόπτω)A given to feasting, Aq., Sm., Thd.Pr.23.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμβολοκόπος — ον, Α αυτός που μετέχει συχνά σε συμβολή, σε ερανικό συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ὑλο κόπος] … Dictionary of Greek
συμβολοκοπώ — έω, Α [συμβολοκόπος] μετέχω συχνά σε ερανικά συμπόσια … Dictionary of Greek